- Κραβαρίτης
- ο, θηλ. Κραβαρίτισσα [Κράβαρα]1. ο κάτοικος τών Κραβάρων τής Ναυπακτίας ή αυτός που κατάγεται από τα Κράβαρα2. (ως προσηγορικό) κραβαρίτης, θηλ. κραβαρίτισσαα) ζητιάνοςβ) φιλάργυροςγ) αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.